- ῥαφανέλαιον
- ῥᾰφᾰν-έλαιον, τό,A oil of radishes, Dsc.1.37 (as v.l.), in lemmate; written [full] ῥεφαναιέλαιον, POxy.155.8 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥαφανέλαιον — oil of radishes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
ραφανέλαιο — το / ῥαφανέλαιον, ΝΜΑ, και ραπανόλαδο, Ν, και ῥεφανέλαιον και ῥεφαναιέλαιον, ΜΑ λάδι από ραφανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥέφανος + ἔλαιον] … Dictionary of Greek
ρεφαναιέλαιον — τὸ, Α βλ. ῥαφανέλαιον … Dictionary of Greek